ραδιοσκοπικός

ραδιοσκοπικός
-ή, -ό, Ν [ραδιοσκοπία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοσκοπία, ακτινοσκοπικός.
επίρρ...
ραδιοσκοπικώς και ραδιοσκοπικά Ν
με ραδιοσκοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”